- ἑορτικός
- ἑορτ-ικός, ή, όν,A = ἑορταῖος, PStrassb.40.49 (vi A. D.): ἑορτικά, τά, presents given at festivals, POxy.724.6 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἑορτικός — presents given at festivals masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑορτικά — ἑορτικός presents given at festivals neut nom/voc/acc pl ἑορτικά̱ , ἑορτικός presents given at festivals fem nom/voc/acc dual ἑορτικά̱ , ἑορτικός presents given at festivals fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… … Dictionary of Greek